-
1 вода
1. (жидкость, представляющая собой соединение водорода с кислородом) το ύδωρразг. το νερόаммиачная - αμμωνιακό -, η υδαρής αμμωνίαдистиллированная - αποσταγμένο/απεσταγμένο -жёлтая - мед. το γλαύκωμαжёсткая - σκληρό -, ασβεστούχο -забортная - мор. θαλάσσιο -зельтерская - см. сельтерская -малая - мор. η ρηχία- θαλάσσηςмытьевая - πλυσίμα-τος/πλύσηςобессоленная - см. опресненная -оборотная - см. циркуляционная -отходящая - см. отработавшая -охлаждающая - ψύξης, ψυκτικό -охлаждённая - κρυο/κρυωμένο -питательная - (котла) мор. - τροφοδότησης (λέβητα), τροφοδοτικό -полная - мор. η πλήμμηполная квадратурная - η πλήμμη διχοτομικής παλίρροιας, η πλήμμη παλίρροιας τετραγωνισμούпроточная - τρεχούμενο -, ρέον -рабочая мор. - λειτουργίαςсбросная - см. отработавшая -солёная - см. морская -тяжелая - физ. βαρύ - (D20)химически связанная - χημι-κά/χημικώς ηνωμένο/ενωμένο -2. -ы мн. τα ύδατα (πλ)· грунторые - υπόγεια -сточные - ακάθαρτα -, τα βροχόνερα3. -ы мед. τα νεράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вода
См. также в других словарях:
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
κοπτορράπτης — ο, θηλ. κοπτορράπτρια και κοπτορραπτού 1. άτομο που έχει ως επάγγελμα το κόψιμο υφασμάτων για ράψιμο ενδυμάτων 2. ο ράπτης 3. είδος ραπτομηχανής βιομηχανικής χρήσης που είναι εξοπλισμένη με μηχανικό ψαλίδι για την κοπή και ταυτόχρονη επανωρραφή… … Dictionary of Greek
μετουσίωση — η (Μ μετουσίωσις) [μετουσιώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μετουσιώνω, η μεταβολή τής ουσίας ενός πράγματος 2. εκκλ. η μετατροπή τού άρτου και οίνου σε σώμα και αίμα τού Χριστού νεοελλ. 1. βιολ. μεταβολή τών πρωτεϊνών, η οποία συνίσταται… … Dictionary of Greek
Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek